φωνογραφώ

φωνογραφώ
(ε) μετ. производить звукозапись (чего-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "φωνογραφώ" в других словарях:

  • φωνογραφώ — Ν [φωνόγραφος] αποτυπώνω φωνή και, γενικά, ήχους σε φωνογραφικό κύλινδρο ή δίσκο …   Dictionary of Greek

  • φωνογραφώ — φωνογράφησα, φωνογραφήθηκα, φωνογραφημένος, μτβ., αποτυπώνω σε φωνογραφικό κύλινδρο ή δίσκο ή και με άλλο μέσο τη φωνή και γενικά τους ήχους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»